πειρασόμεθα

πειρασόμεθα
πειρᾱσόμεθα , πειράω
attempt
aor subj mid 1st pl (attic epic)
πειρᾱσόμεθα , πειράω
attempt
aor subj mid 1st pl (epic doric aeolic)
πειρᾱσόμεθα , πειράω
attempt
fut ind mid 1st pl (attic)
πειρᾱσόμεθα , πειράω
attempt
fut ind mid 1st pl (doric aeolic)
πειράζω
make proof
aor subj mid 1st pl (epic)
πειράζω
make proof
fut ind mid 1st pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κατεργάζομαι — (AM κατεργάζομαι) επεξεργάζομαι ένα υλικό για να κατασκευάσω κάτι από αυτό (α. «κατεργάζομαι τον χαλκό» β. «κατεργασμένο ατσάλι» γ. «τὸν κατειργασμένον σῑτον», Διον. Αλ. δ. «μέλι πολλὸν μὲν μέλισσαι κατεργάζονται», Ηρόδ.) αρχ. 1. (με ενεργ. και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”